- μακραύχην
- μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + αὐχήν (πρβλ. ερι-αύχην, ριψ-αύχην)].
Dictionary of Greek. 2013.